Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Βαζαφράνης
βάζω
βαθμηδόν
βαθμίς
βαθμοειδής
βαθμός
βαθόημι
βάθος
βαθρικόν
βάθρον
βάθρωσις
βαθυαγκής
βαθυαίδοιος
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγένειος
βαθυγήρως
βαθύγλωσσος
βαθυγνώμων
βαθυδείελος
βαθύδενδρος
View word page
βάθρωσις
stand
ShortDef
stand
Debugging
Headword:
βάθρωσις
Headword (normalized):
βάθρωσις
Headword (normalized/stripped):
βαθρωσις
IDX:
16494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16495
Key:
Data
{'content': 'stand'}