Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαδιστός
βάδος
Βαζαφράνης
βάζω
βαθμηδόν
βαθμίς
βαθμοειδής
βαθμός
βαθόημι
βάθος
βαθρικόν
βάθρον
βάθρωσις
βαθυαγκής
βαθυαίδοιος
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγένειος
βαθυγήρως
βαθύγλωσσος
βαθυγνώμων
View word page
βαθρικόν
base
ShortDef
base
Debugging
Headword:
βαθρικόν
Headword (normalized):
βαθρικόν
Headword (normalized/stripped):
βαθρικον
IDX:
16492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16493
Key:
Data
{'content': 'base'}