Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαδιστικός
βαδιστός
βάδος
Βαζαφράνης
βάζω
βαθμηδόν
βαθμίς
βαθμοειδής
βαθμός
βαθόημι
βάθος
βαθρικόν
βάθρον
βάθρωσις
βαθυαγκής
βαθυαίδοιος
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγένειος
βαθυγήρως
βαθύγλωσσος
View word page
βάθος
depth

ShortDef

depth

Debugging

Headword:
βάθος
Headword (normalized):
βάθος
Headword (normalized/stripped):
βαθος
IDX:
16491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16492
Key:

Data

{'content': 'depth'}