Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαδιστής
βαδιστικός
βαδιστός
βάδος
Βαζαφράνης
βάζω
βαθμηδόν
βαθμίς
βαθμοειδής
βαθμός
βαθόημι
βάθος
βαθρικόν
βάθρον
βάθρωσις
βαθυαγκής
βαθυαίδοιος
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγένειος
βαθυγήρως
View word page
βαθόημι
come to aid > βοηθέω

ShortDef

come to aid > βοηθέω

Debugging

Headword:
βαθόημι
Headword (normalized):
βαθόημι
Headword (normalized/stripped):
βαθοημι
IDX:
16490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16491
Key:

Data

{'content': 'come to aid > βοηθέω'}