Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαδιστηλάτης
βαδιστής
βαδιστικός
βαδιστός
βάδος
Βαζαφράνης
βάζω
βαθμηδόν
βαθμίς
βαθμοειδής
βαθμός
βαθόημι
βάθος
βαθρικόν
βάθρον
βάθρωσις
βαθυαγκής
βαθυαίδοιος
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγένειος
View word page
βαθμός
a step
ShortDef
a step
Debugging
Headword:
βαθμός
Headword (normalized):
βαθμός
Headword (normalized/stripped):
βαθμος
IDX:
16489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16490
Key:
Data
{'content': 'a step'}