Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαδιστέον
βαδιστηλάτης
βαδιστής
βαδιστικός
βαδιστός
βάδος
Βαζαφράνης
βάζω
βαθμηδόν
βαθμίς
βαθμοειδής
βαθμός
βαθόημι
βάθος
βαθρικόν
βάθρον
βάθρωσις
βαθυαγκής
βαθυαίδοιος
βαθύβουλος
βαθύγειος
View word page
βαθμοειδής
like steps
ShortDef
like steps
Debugging
Headword:
βαθμοειδής
Headword (normalized):
βαθμοειδής
Headword (normalized/stripped):
βαθμοειδης
IDX:
16488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16489
Key:
Data
{'content': 'like steps'}