Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βαδισμός
βαδιστέον
βαδιστηλάτης
βαδιστής
βαδιστικός
βαδιστός
βάδος
Βαζαφράνης
βάζω
βαθμηδόν
βαθμίς
βαθμοειδής
βαθμός
βαθόημι
βάθος
βαθρικόν
βάθρον
βάθρωσις
βαθυαγκής
βαθυαίδοιος
βαθύβουλος
View word page
βαθμίς
a step

ShortDef

a step

Debugging

Headword:
βαθμίς
Headword (normalized):
βαθμίς
Headword (normalized/stripped):
βαθμις
IDX:
16487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16488
Key:

Data

{'content': 'a step'}