Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βάδισμα
βαδισματίας
βαδισμός
βαδιστέον
βαδιστηλάτης
βαδιστής
βαδιστικός
βαδιστός
βάδος
Βαζαφράνης
βάζω
βαθμηδόν
βαθμίς
βαθμοειδής
βαθμός
βαθόημι
βάθος
βαθρικόν
βάθρον
βάθρωσις
βαθυαγκής
View word page
βάζω
to speak, say
ShortDef
to speak, say
Debugging
Headword:
βάζω
Headword (normalized):
βάζω
Headword (normalized/stripped):
βαζω
IDX:
16485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16486
Key:
Data
{'content': 'to speak, say'}