Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βάδιλλος
βάδισις
βάδισμα
βαδισματίας
βαδισμός
βαδιστέον
βαδιστηλάτης
βαδιστής
βαδιστικός
βαδιστός
βάδος
Βαζαφράνης
βάζω
βαθμηδόν
βαθμίς
βαθμοειδής
βαθμός
βαθόημι
βάθος
βαθρικόν
βάθρον
View word page
βάδος
a walk

ShortDef

a walk

Debugging

Headword:
βάδος
Headword (normalized):
βάδος
Headword (normalized/stripped):
βαδος
IDX:
16483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16484
Key:

Data

{'content': 'a walk'}