Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βάδην
βαδίζω
βάδιλλος
βάδισις
βάδισμα
βαδισματίας
βαδισμός
βαδιστέον
βαδιστηλάτης
βαδιστής
βαδιστικός
βαδιστός
βάδος
Βαζαφράνης
βάζω
βαθμηδόν
βαθμίς
βαθμοειδής
βαθμός
βαθόημι
βάθος
View word page
βαδιστικός
good at walking
ShortDef
good at walking
Debugging
Headword:
βαδιστικός
Headword (normalized):
βαδιστικός
Headword (normalized/stripped):
βαδιστικος
IDX:
16481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16482
Key:
Data
{'content': 'good at walking'}