Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βαγώας
βάδην
βαδίζω
βάδιλλος
βάδισις
βάδισμα
βαδισματίας
βαδισμός
βαδιστέον
βαδιστηλάτης
βαδιστής
βαδιστικός
βαδιστός
βάδος
Βαζαφράνης
βάζω
βαθμηδόν
βαθμίς
βαθμοειδής
βαθμός
βαθόημι
View word page
βαδιστής
a goer

ShortDef

a goer

Debugging

Headword:
βαδιστής
Headword (normalized):
βαδιστής
Headword (normalized/stripped):
βαδιστης
IDX:
16480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16481
Key:

Data

{'content': 'a goer'}