Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βάγος
Βαγώας
βάδην
βαδίζω
βάδιλλος
βάδισις
βάδισμα
βαδισματίας
βαδισμός
βαδιστέον
βαδιστηλάτης
βαδιστής
βαδιστικός
βαδιστός
βάδος
Βαζαφράνης
βάζω
βαθμηδόν
βαθμίς
βαθμοειδής
βαθμός
View word page
βαδιστηλάτης
driver of riding-donkeys

ShortDef

driver of riding-donkeys

Debugging

Headword:
βαδιστηλάτης
Headword (normalized):
βαδιστηλάτης
Headword (normalized/stripped):
βαδιστηλατης
IDX:
16479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16480
Key:

Data

{'content': 'driver of riding-donkeys'}