Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βάγμα
βαγός
βάγος
Βαγώας
βάδην
βαδίζω
βάδιλλος
βάδισις
βάδισμα
βαδισματίας
βαδισμός
βαδιστέον
βαδιστηλάτης
βαδιστής
βαδιστικός
βαδιστός
βάδος
Βαζαφράνης
βάζω
βαθμηδόν
βαθμίς
View word page
βαδισμός
walking, going
ShortDef
walking, going
Debugging
Headword:
βαδισμός
Headword (normalized):
βαδισμός
Headword (normalized/stripped):
βαδισμος
IDX:
16477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16478
Key:
Data
{'content': 'walking, going'}