Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαγαῖος
βάγμα
βαγός
βάγος
Βαγώας
βάδην
βαδίζω
βάδιλλος
βάδισις
βάδισμα
βαδισματίας
βαδισμός
βαδιστέον
βαδιστηλάτης
βαδιστής
βαδιστικός
βαδιστός
βάδος
Βαζαφράνης
βάζω
βαθμηδόν
View word page
βαδισματίας
a good walker
ShortDef
a good walker
Debugging
Headword:
βαδισματίας
Headword (normalized):
βαδισματίας
Headword (normalized/stripped):
βαδισματιας
IDX:
16476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16477
Key:
Data
{'content': 'a good walker'}