Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βαβυλώνιος
βαγαῖος
βάγμα
βαγός
βάγος
Βαγώας
βάδην
βαδίζω
βάδιλλος
βάδισις
βάδισμα
βαδισματίας
βαδισμός
βαδιστέον
βαδιστηλάτης
βαδιστής
βαδιστικός
βαδιστός
βάδος
Βαζαφράνης
βάζω
View word page
βάδισμα
walk, gait

ShortDef

walk, gait

Debugging

Headword:
βάδισμα
Headword (normalized):
βάδισμα
Headword (normalized/stripped):
βαδισμα
IDX:
16475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16476
Key:

Data

{'content': 'walk, gait'}