Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βαβυλών
Βαβυλώνιος
βαγαῖος
βάγμα
βαγός
βάγος
Βαγώας
βάδην
βαδίζω
βάδιλλος
βάδισις
βάδισμα
βαδισματίας
βαδισμός
βαδιστέον
βαδιστηλάτης
βαδιστής
βαδιστικός
βαδιστός
βάδος
Βαζαφράνης
View word page
βάδισις
a walking, going

ShortDef

a walking, going

Debugging

Headword:
βάδισις
Headword (normalized):
βάδισις
Headword (normalized/stripped):
βαδισις
IDX:
16474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16475
Key:

Data

{'content': 'a walking, going'}