Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βαβάκτης
βάβαξ
βάβιον
βαβράζω
βάβρηκες
Βαβυλών
Βαβυλώνιος
βαγαῖος
βάγμα
βαγός
βάγος
Βαγώας
βάδην
βαδίζω
βάδιλλος
βάδισις
βάδισμα
βαδισματίας
βαδισμός
βαδιστέον
βαδιστηλάτης
View word page
βάγος
[lexical cite]
ShortDef
[lexical cite]
Debugging
Headword:
βάγος
Headword (normalized):
βάγος
Headword (normalized/stripped):
βαγος
IDX:
16469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16470
Key:
Data
{'content': '[lexical cite]'}