Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄωτον
ἄωτος
βʹ
βᾶ
βαβάζω
βαβαί
βαβάκτης
βάβαξ
βάβιον
βαβράζω
βάβρηκες
Βαβυλών
Βαβυλώνιος
βαγαῖος
βάγμα
βαγός
βάγος
Βαγώας
βάδην
βαδίζω
βάδιλλος
View word page
βάβρηκες
gums
ShortDef
gums
Debugging
Headword:
βάβρηκες
Headword (normalized):
βάβρηκες
Headword (normalized/stripped):
βαβρηκες
IDX:
16463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16464
Key:
Data
{'content': 'gums'}