Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀωριλουστής
ἀωροβόρος
ἀωροθάνατος
ἀωρόλειος
ἀωρόμορος
ἀωρόνυκτος
ἄωρος
ἄωρος2
ἄωρος3
ἀωροσύνη
ἀωρότοκος
Ἀώς
ἀώς
ἀωτέω
ἀωτίζομαι
ἄωτον
ἄωτος
βʹ
βᾶ
βαβάζω
βαβαί
View word page
ἀωρότοκος
laid prematurely
ShortDef
laid prematurely
Debugging
Headword:
ἀωρότοκος
Headword (normalized):
ἀωρότοκος
Headword (normalized/stripped):
αωροτοκος
IDX:
16448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16449
Key:
Data
{'content': 'laid prematurely'}