Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀωρία
ἀωριλουστής
ἀωροβόρος
ἀωροθάνατος
ἀωρόλειος
ἀωρόμορος
ἀωρόνυκτος
ἄωρος
ἄωρος2
ἄωρος3
ἀωροσύνη
ἀωρότοκος
Ἀώς
ἀώς
ἀωτέω
ἀωτίζομαι
ἄωτον
ἄωτος
βʹ
βᾶ
βαβάζω
View word page
ἀωροσύνη
untimeliness, immaturity

ShortDef

untimeliness, immaturity

Debugging

Headword:
ἀωροσύνη
Headword (normalized):
ἀωροσύνη
Headword (normalized/stripped):
αωροσυνη
IDX:
16447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16448
Key:

Data

{'content': 'untimeliness, immaturity'}