Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀωρί
ἀωρία
ἀωριλουστής
ἀωροβόρος
ἀωροθάνατος
ἀωρόλειος
ἀωρόμορος
ἀωρόνυκτος
ἄωρος
ἄωρος2
ἄωρος3
ἀωροσύνη
ἀωρότοκος
Ἀώς
ἀώς
ἀωτέω
ἀωτίζομαι
ἄωτον
ἄωτος
βʹ
βᾶ
View word page
ἄωρος3
sleep
ShortDef
untimely, unseasonable
pendulous, waving about
sleep
Debugging
Headword:
ἄωρος3
Headword (normalized):
ἄωρος
Headword (normalized/stripped):
αωρος3
IDX:
16446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16447
Key:
Data
{'content': 'sleep'}