Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀωρέω
ἀωρί
ἀωρία
ἀωριλουστής
ἀωροβόρος
ἀωροθάνατος
ἀωρόλειος
ἀωρόμορος
ἀωρόνυκτος
ἄωρος
ἄωρος2
ἄωρος3
ἀωροσύνη
ἀωρότοκος
Ἀώς
ἀώς
ἀωτέω
ἀωτίζομαι
ἄωτον
ἄωτος
βʹ
View word page
ἄωρος2
pendulous, waving about

ShortDef

untimely, unseasonable
pendulous, waving about
sleep

Debugging

Headword:
ἄωρος2
Headword (normalized):
ἄωρος
Headword (normalized/stripped):
αωρος2
IDX:
16445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16446
Key:

Data

{'content': 'pendulous, waving about'}