Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀών
ἀωρέω
ἀωρί
ἀωρία
ἀωριλουστής
ἀωροβόρος
ἀωροθάνατος
ἀωρόλειος
ἀωρόμορος
ἀωρόνυκτος
ἄωρος
ἄωρος2
ἄωρος3
ἀωροσύνη
ἀωρότοκος
Ἀώς
ἀώς
ἀωτέω
ἀωτίζομαι
ἄωτον
ἄωτος
View word page
ἄωρος
untimely, unseasonable

ShortDef

untimely, unseasonable
pendulous, waving about
sleep

Debugging

Headword:
ἄωρος
Headword (normalized):
ἄωρος
Headword (normalized/stripped):
αωρος
IDX:
16444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16445
Key:

Data

{'content': 'untimely, unseasonable'}