Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀωδυνεῖν
ἀωΐλιον
ἀών
ἀωρέω
ἀωρί
ἀωρία
ἀωριλουστής
ἀωροβόρος
ἀωροθάνατος
ἀωρόλειος
ἀωρόμορος
ἀωρόνυκτος
ἄωρος
ἄωρος2
ἄωρος3
ἀωροσύνη
ἀωρότοκος
Ἀώς
ἀώς
ἀωτέω
ἀωτίζομαι
View word page
ἀωρόμορος
dying untimely

ShortDef

dying untimely

Debugging

Headword:
ἀωρόμορος
Headword (normalized):
ἀωρόμορος
Headword (normalized/stripped):
αωρομορος
IDX:
16442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16443
Key:

Data

{'content': 'dying untimely'}