Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀώδης
ἀωδυνεῖν
ἀωΐλιον
ἀών
ἀωρέω
ἀωρί
ἀωρία
ἀωριλουστής
ἀωροβόρος
ἀωροθάνατος
ἀωρόλειος
ἀωρόμορος
ἀωρόνυκτος
ἄωρος
ἄωρος2
ἄωρος3
ἀωροσύνη
ἀωρότοκος
Ἀώς
ἀώς
ἀωτέω
View word page
ἀωρόλειος
unnaturally smooth

ShortDef

unnaturally smooth

Debugging

Headword:
ἀωρόλειος
Headword (normalized):
ἀωρόλειος
Headword (normalized/stripped):
αωρολειος
IDX:
16441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16442
Key:

Data

{'content': 'unnaturally smooth'}