Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄω
ἄω2
ἄω3
ἀώδης
ἀωδυνεῖν
ἀωΐλιον
ἀών
ἀωρέω
ἀωρί
ἀωρία
ἀωριλουστής
ἀωροβόρος
ἀωροθάνατος
ἀωρόλειος
ἀωρόμορος
ἀωρόνυκτος
ἄωρος
ἄωρος2
ἄωρος3
ἀωροσύνη
ἀωρότοκος
View word page
ἀωριλουστής
an early bather

ShortDef

an early bather

Debugging

Headword:
ἀωριλουστής
Headword (normalized):
ἀωριλουστής
Headword (normalized/stripped):
αωριλουστης
IDX:
16438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16439
Key:

Data

{'content': 'an early bather'}