Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁψιδωτός
ἁψικάρδιος
ἁψικορία
ἁψίκορος
ἁψιμαχέω
ἁψιμαχία
ἁψίμαχος
ἁψιμισία
ἀψινθᾶτον
ἀψίνθινος
ἀψίνθιον
ἀψινθίτης
ἄψινθος
ἁψίς
ἀψίς
ἅψις
ἄψογος
ἀψόρροος
ἄψορρος
ἅψος
ἀψοφητί
View word page
ἀψίνθιον
wormwood
ShortDef
wormwood
Debugging
Headword:
ἀψίνθιον
Headword (normalized):
ἀψίνθιον
Headword (normalized/stripped):
αψινθιον
IDX:
16406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16407
Key:
Data
{'content': 'wormwood'}