Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀψήφιστος
ἄψηφος
ἀψηφοφόρητος
ἁψιδοειδής
ἁψιδόομαι
ἁψιδωτός
ἁψικάρδιος
ἁψικορία
ἁψίκορος
ἁψιμαχέω
ἁψιμαχία
ἁψίμαχος
ἁψιμισία
ἀψινθᾶτον
ἀψίνθινος
ἀψίνθιον
ἀψινθίτης
ἄψινθος
ἁψίς
ἀψίς
ἅψις
View word page
ἁψιμαχία
a skirmishing

ShortDef

a skirmishing

Debugging

Headword:
ἁψιμαχία
Headword (normalized):
ἁψιμαχία
Headword (normalized/stripped):
αψιμαχια
IDX:
16401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16402
Key:

Data

{'content': 'a skirmishing'}