Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄψευστος
ἀψεφέω
ἀψεφής
ἄψηκτος
ἀψηλάφητος
ἀψήφιστος
ἄψηφος
ἀψηφοφόρητος
ἁψιδοειδής
ἁψιδόομαι
ἁψιδωτός
ἁψικάρδιος
ἁψικορία
ἁψίκορος
ἁψιμαχέω
ἁψιμαχία
ἁψίμαχος
ἁψιμισία
ἀψινθᾶτον
ἀψίνθινος
ἀψίνθιον
View word page
ἁψιδωτός
vaulted

ShortDef

vaulted

Debugging

Headword:
ἁψιδωτός
Headword (normalized):
ἁψιδωτός
Headword (normalized/stripped):
αψιδωτος
IDX:
16396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16397
Key:

Data

{'content': 'vaulted'}