Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀψευδόμαντις
ἀψευστέω
ἄψευστος
ἀψεφέω
ἀψεφής
ἄψηκτος
ἀψηλάφητος
ἀψήφιστος
ἄψηφος
ἀψηφοφόρητος
ἁψιδοειδής
ἁψιδόομαι
ἁψιδωτός
ἁψικάρδιος
ἁψικορία
ἁψίκορος
ἁψιμαχέω
ἁψιμαχία
ἁψίμαχος
ἁψιμισία
ἀψινθᾶτον
View word page
ἁψιδοειδής
arched, vaulted

ShortDef

arched, vaulted

Debugging

Headword:
ἁψιδοειδής
Headword (normalized):
ἁψιδοειδής
Headword (normalized/stripped):
αψιδοειδης
IDX:
16394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16395
Key:

Data

{'content': 'arched, vaulted'}