Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄψεκτος
ἀψεύδεια
ἀψευδέω
ἀψευδής
ἀψευδόμαντις
ἀψευστέω
ἄψευστος
ἀψεφέω
ἀψεφής
ἄψηκτος
ἀψηλάφητος
ἀψήφιστος
ἄψηφος
ἀψηφοφόρητος
ἁψιδοειδής
ἁψιδόομαι
ἁψιδωτός
ἁψικάρδιος
ἁψικορία
ἁψίκορος
ἁψιμαχέω
View word page
ἀψηλάφητος
not tried
ShortDef
not tried
Debugging
Headword:
ἀψηλάφητος
Headword (normalized):
ἀψηλάφητος
Headword (normalized/stripped):
αψηλαφητος
IDX:
16390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16391
Key:
Data
{'content': 'not tried'}