Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀψαυστί
ἀψαυστία
ἄψαυστος
ἀψεγής
ἄψεκτος
ἀψεύδεια
ἀψευδέω
ἀψευδής
ἀψευδόμαντις
ἀψευστέω
ἄψευστος
ἀψεφέω
ἀψεφής
ἄψηκτος
ἀψηλάφητος
ἀψήφιστος
ἄψηφος
ἀψηφοφόρητος
ἁψιδοειδής
ἁψιδόομαι
ἁψιδωτός
View word page
ἄψευστος
unfeigned

ShortDef

unfeigned

Debugging

Headword:
ἄψευστος
Headword (normalized):
ἄψευστος
Headword (normalized/stripped):
αψευστος
IDX:
16386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16387
Key:

Data

{'content': 'unfeigned'}