Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχώ
ἄχωρ
ἀχωρέω
ἀχωριστέω
ἀχωριστία
ἀχώριστος
ἄχωρος
ἀχωρώδης
ἄχωστος
ἄψ
ἀψάλακτος
ἀψάμαθος
ἀψαυστέω
ἀψαυστί
ἀψαυστία
ἄψαυστος
ἀψεγής
ἄψεκτος
ἀψεύδεια
ἀψευδέω
ἀψευδής
View word page
ἀψάλακτος
untouched, unhandled

ShortDef

untouched, unhandled

Debugging

Headword:
ἀψάλακτος
Headword (normalized):
ἀψάλακτος
Headword (normalized/stripped):
αψαλακτος
IDX:
16373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16374
Key:

Data

{'content': 'untouched, unhandled'}