Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχυροδόκη
ἄχυρον
ἀχυροπαροχία
ἀχυροπράκτωρ
ἀχυρός
ἀχυρότριψ
ἀχυρόω
ἀχυροώδης
ἀχυροών
ἀχυρόωσις
ἀχύτλωτος
ἄχυτος
ἀχώ
ἄχωρ
ἀχωρέω
ἀχωριστέω
ἀχωριστία
ἀχώριστος
ἄχωρος
ἀχωρώδης
ἄχωστος
View word page
ἀχύτλωτος
unbathed, unanointed

ShortDef

unbathed, unanointed

Debugging

Headword:
ἀχύτλωτος
Headword (normalized):
ἀχύτλωτος
Headword (normalized/stripped):
αχυτλωτος
IDX:
16361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16362
Key:

Data

{'content': 'unbathed, unanointed'}