Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχυρηγέω
ἀχυρικόν
ἀχύρινος
ἀχυρῖτις
ἀχυρμιά
ἀχυρμιή
ἀχύρμιος
ἀχυροβολών
ἀχυροδόκη
ἄχυρον
ἀχυροπαροχία
ἀχυροπράκτωρ
ἀχυρός
ἀχυρότριψ
ἀχυρόω
ἀχυροώδης
ἀχυροών
ἀχυρόωσις
ἀχύτλωτος
ἄχυτος
ἀχώ
View word page
ἀχυροπαροχία
supply of chaff

ShortDef

supply of chaff

Debugging

Headword:
ἀχυροπαροχία
Headword (normalized):
ἀχυροπαροχία
Headword (normalized/stripped):
αχυροπαροχια
IDX:
16353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16354
Key:

Data

{'content': 'supply of chaff'}