Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχύνωψ
ἀχυραγωγός
ἀχυρηγέω
ἀχυρικόν
ἀχύρινος
ἀχυρῖτις
ἀχυρμιά
ἀχυρμιή
ἀχύρμιος
ἀχυροβολών
ἀχυροδόκη
ἄχυρον
ἀχυροπαροχία
ἀχυροπράκτωρ
ἀχυρός
ἀχυρότριψ
ἀχυρόω
ἀχυροώδης
ἀχυροών
ἀχυρόωσις
ἀχύτλωτος
View word page
ἀχυροδόκη
chaff-holder

ShortDef

chaff-holder

Debugging

Headword:
ἀχυροδόκη
Headword (normalized):
ἀχυροδόκη
Headword (normalized/stripped):
αχυροδοκη
IDX:
16351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16352
Key:

Data

{'content': 'chaff-holder'}