Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄχυλος
ἀχύλωτος
ἄχυμος
ἀχύνετος
ἀχύνωψ
ἀχυραγωγός
ἀχυρηγέω
ἀχυρικόν
ἀχύρινος
ἀχυρῖτις
ἀχυρμιά
ἀχυρμιή
ἀχύρμιος
ἀχυροβολών
ἀχυροδόκη
ἄχυρον
ἀχυροπαροχία
ἀχυροπράκτωρ
ἀχυρός
ἀχυρότριψ
ἀχυρόω
View word page
ἀχυρμιά
a heap of chaff

ShortDef

a heap of chaff

Debugging

Headword:
ἀχυρμιά
Headword (normalized):
ἀχυρμιά
Headword (normalized/stripped):
αχυρμια
IDX:
16347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16348
Key:

Data

{'content': 'a heap of chaff'}