Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχυλία
ἄχυλος
ἀχύλωτος
ἄχυμος
ἀχύνετος
ἀχύνωψ
ἀχυραγωγός
ἀχυρηγέω
ἀχυρικόν
ἀχύρινος
ἀχυρῖτις
ἀχυρμιά
ἀχυρμιή
ἀχύρμιος
ἀχυροβολών
ἀχυροδόκη
ἄχυρον
ἀχυροπαροχία
ἀχυροπράκτωρ
ἀχυρός
ἀχυρότριψ
View word page
ἀχυρῖτις
of chaff

ShortDef

of chaff

Debugging

Headword:
ἀχυρῖτις
Headword (normalized):
ἀχυρῖτις
Headword (normalized/stripped):
αχυριτις
IDX:
16346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16347
Key:

Data

{'content': 'of chaff'}