Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄχυ
ἀχυλία
ἄχυλος
ἀχύλωτος
ἄχυμος
ἀχύνετος
ἀχύνωψ
ἀχυραγωγός
ἀχυρηγέω
ἀχυρικόν
ἀχύρινος
ἀχυρῖτις
ἀχυρμιά
ἀχυρμιή
ἀχύρμιος
ἀχυροβολών
ἀχυροδόκη
ἄχυρον
ἀχυροπαροχία
ἀχυροπράκτωρ
ἀχυρός
View word page
ἀχύρινος
fed by chaff
ShortDef
fed by chaff
Debugging
Headword:
ἀχύρινος
Headword (normalized):
ἀχύρινος
Headword (normalized/stripped):
αχυρινος
IDX:
16345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16346
Key:
Data
{'content': 'fed by chaff'}