Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄχρως
ἄχρωστος
ἄχυ
ἀχυλία
ἄχυλος
ἀχύλωτος
ἄχυμος
ἀχύνετος
ἀχύνωψ
ἀχυραγωγός
ἀχυρηγέω
ἀχυρικόν
ἀχύρινος
ἀχυρῖτις
ἀχυρμιά
ἀχυρμιή
ἀχύρμιος
ἀχυροβολών
ἀχυροδόκη
ἄχυρον
ἀχυροπαροχία
View word page
ἀχυρηγέω
carry chaff
ShortDef
carry chaff
Debugging
Headword:
ἀχυρηγέω
Headword (normalized):
ἀχυρηγέω
Headword (normalized/stripped):
αχυρηγεω
IDX:
16343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16344
Key:
Data
{'content': 'carry chaff'}