Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχρωμάτιστος
ἀχρώματος
ἄχρως
ἄχρωστος
ἄχυ
ἀχυλία
ἄχυλος
ἀχύλωτος
ἄχυμος
ἀχύνετος
ἀχύνωψ
ἀχυραγωγός
ἀχυρηγέω
ἀχυρικόν
ἀχύρινος
ἀχυρῖτις
ἀχυρμιά
ἀχυρμιή
ἀχύρμιος
ἀχυροβολών
ἀχυροδόκη
View word page
ἀχύνωψ
fleawort, Plantago Psyllium

ShortDef

fleawort, Plantago Psyllium

Debugging

Headword:
ἀχύνωψ
Headword (normalized):
ἀχύνωψ
Headword (normalized/stripped):
αχυνωψ
IDX:
16341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16342
Key:

Data

{'content': 'fleawort, Plantago Psyllium'}