Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄχρυσος
ἀχρωμάτιστος
ἀχρώματος
ἄχρως
ἄχρωστος
ἄχυ
ἀχυλία
ἄχυλος
ἀχύλωτος
ἄχυμος
ἀχύνετος
ἀχύνωψ
ἀχυραγωγός
ἀχυρηγέω
ἀχυρικόν
ἀχύρινος
ἀχυρῖτις
ἀχυρμιά
ἀχυρμιή
ἀχύρμιος
ἀχυροβολών
View word page
ἀχύνετος
far-spread, copious

ShortDef

far-spread, copious

Debugging

Headword:
ἀχύνετος
Headword (normalized):
ἀχύνετος
Headword (normalized/stripped):
αχυνετος
IDX:
16340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16341
Key:

Data

{'content': 'far-spread, copious'}