Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄχρι
ἀχροέω
ἄχροια
ἄχρονος
ἀχρονοτριβής
ἄχροος
ἄχρυσος
ἀχρωμάτιστος
ἀχρώματος
ἄχρως
ἄχρωστος
ἄχυ
ἀχυλία
ἄχυλος
ἀχύλωτος
ἄχυμος
ἀχύνετος
ἀχύνωψ
ἀχυραγωγός
ἀχυρηγέω
ἀχυρικόν
View word page
ἄχρωστος
untouched
ShortDef
untouched
Debugging
Headword:
ἄχρωστος
Headword (normalized):
ἄχρωστος
Headword (normalized/stripped):
αχρωστος
IDX:
16334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16335
Key:
Data
{'content': 'untouched'}