Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχρηστολογέω
ἄχρηστος
ἀχρηστόω
ἄχρι
ἀχροέω
ἄχροια
ἄχρονος
ἀχρονοτριβής
ἄχροος
ἄχρυσος
ἀχρωμάτιστος
ἀχρώματος
ἄχρως
ἄχρωστος
ἄχυ
ἀχυλία
ἄχυλος
ἀχύλωτος
ἄχυμος
ἀχύνετος
ἀχύνωψ
View word page
ἀχρωμάτιστος
uncoloured

ShortDef

uncoloured

Debugging

Headword:
ἀχρωμάτιστος
Headword (normalized):
ἀχρωμάτιστος
Headword (normalized/stripped):
αχρωματιστος
IDX:
16331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16332
Key:

Data

{'content': 'uncoloured'}