Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχρήμων
ἀχρησία
ἀχρήσιμος
ἀχρησιμότης
ἀχρηστεύω
ἀχρηστέω
ἀχρηστία
ἀχρηστολογέω
ἄχρηστος
ἀχρηστόω
ἄχρι
ἀχροέω
ἄχροια
ἄχρονος
ἀχρονοτριβής
ἄχροος
ἄχρυσος
ἀχρωμάτιστος
ἀχρώματος
ἄχρως
ἄχρωστος
View word page
ἄχρι
until, up to; (Hom.) to the uttermost, utterly

ShortDef

until, up to; (Hom.) to the uttermost, utterly

Debugging

Headword:
ἄχρι
Headword (normalized):
ἄχρι
Headword (normalized/stripped):
αχρι
IDX:
16324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16325
Key:

Data

{'content': 'until, up to; (Hom.) to the uttermost, utterly'}