Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀχρημονέω
ἀχρημοσύνη
ἀχρήμων
ἀχρησία
ἀχρήσιμος
ἀχρησιμότης
ἀχρηστεύω
ἀχρηστέω
ἀχρηστία
ἀχρηστολογέω
ἄχρηστος
ἀχρηστόω
ἄχρι
ἀχροέω
ἄχροια
ἄχρονος
ἀχρονοτριβής
ἄχροος
ἄχρυσος
ἀχρωμάτιστος
ἀχρώματος
View word page
ἄχρηστος
useless, unprofitable, unserviceable
ShortDef
useless, unprofitable, unserviceable
Debugging
Headword:
ἄχρηστος
Headword (normalized):
ἄχρηστος
Headword (normalized/stripped):
αχρηστος
IDX:
16322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16323
Key:
Data
{'content': 'useless, unprofitable, unserviceable'}