Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχρήματος
ἀχρημονέω
ἀχρημοσύνη
ἀχρήμων
ἀχρησία
ἀχρήσιμος
ἀχρησιμότης
ἀχρηστεύω
ἀχρηστέω
ἀχρηστία
ἀχρηστολογέω
ἄχρηστος
ἀχρηστόω
ἄχρι
ἀχροέω
ἄχροια
ἄχρονος
ἀχρονοτριβής
ἄχροος
ἄχρυσος
ἀχρωμάτιστος
View word page
ἀχρηστολογέω
to speak unprofitably

ShortDef

to speak unprofitably

Debugging

Headword:
ἀχρηστολογέω
Headword (normalized):
ἀχρηστολογέω
Headword (normalized/stripped):
αχρηστολογεω
IDX:
16321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16322
Key:

Data

{'content': 'to speak unprofitably'}