Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀχρεῖος
ἀχρειότης
ἀχρειόω
ἀχρεοκόπητος
ἀχρηματέω
ἀχρηματία
ἀχρημάτιστος
ἀχρήματος
ἀχρημονέω
ἀχρημοσύνη
ἀχρήμων
ἀχρησία
ἀχρήσιμος
ἀχρησιμότης
ἀχρηστεύω
ἀχρηστέω
ἀχρηστία
ἀχρηστολογέω
ἄχρηστος
ἀχρηστόω
ἄχρι
View word page
ἀχρήμων
without money, poor, needy
ShortDef
without money, poor, needy
Debugging
Headword:
ἀχρήμων
Headword (normalized):
ἀχρήμων
Headword (normalized/stripped):
αχρημων
IDX:
16314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16315
Key:
Data
{'content': 'without money, poor, needy'}