Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχρειόγελως
ἀχρειοποιός
ἀχρεῖος
ἀχρειότης
ἀχρειόω
ἀχρεοκόπητος
ἀχρηματέω
ἀχρηματία
ἀχρημάτιστος
ἀχρήματος
ἀχρημονέω
ἀχρημοσύνη
ἀχρήμων
ἀχρησία
ἀχρήσιμος
ἀχρησιμότης
ἀχρηστεύω
ἀχρηστέω
ἀχρηστία
ἀχρηστολογέω
ἄχρηστος
View word page
ἀχρημονέω
to be in want of money

ShortDef

to be in want of money

Debugging

Headword:
ἀχρημονέω
Headword (normalized):
ἀχρημονέω
Headword (normalized/stripped):
αχρημονεω
IDX:
16312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16313
Key:

Data

{'content': 'to be in want of money'}