Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχραής
ἄχραντος
ἀχράς
ἀχρεία
ἀχρειόγελως
ἀχρειοποιός
ἀχρεῖος
ἀχρειότης
ἀχρειόω
ἀχρεοκόπητος
ἀχρηματέω
ἀχρηματία
ἀχρημάτιστος
ἀχρήματος
ἀχρημονέω
ἀχρημοσύνη
ἀχρήμων
ἀχρησία
ἀχρήσιμος
ἀχρησιμότης
ἀχρηστεύω
View word page
ἀχρηματέω
to be without money

ShortDef

to be without money

Debugging

Headword:
ἀχρηματέω
Headword (normalized):
ἀχρηματέω
Headword (normalized/stripped):
αχρηματεω
IDX:
16308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16309
Key:

Data

{'content': 'to be without money'}